Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τῆς ἐλπίδος

См. также в других словарях:

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • надежа — НАДЕЖ|А (321), Ѣ (А) с. Надежда: вьсю надежю свою на г҃а положилъ ѥсть ст҃ыи борисъ СкБГ XII, 10в; не прикоснетьсѧ ѥмѹ съмьрьть. и ѿ г҃а мьзда ѥго и надежа ѥго отъ вышьнѧа(го) ЖФП XII, 65а; съ надѣжею доброю и великою възвратитисѧ ЧудН XII, 70г;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πολιοφυλακώ — έω, Α (για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῑν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο τής δωρ. γεν. πόλιος τής λ. πόλις + φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. *πολιοφύλαξ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • погрѣшити — ПОГРѢШ|ИТИ (42), ОУ, ИТЬ гл. 1.Промахнуться, не попасть в цель: аще же камень вергъ на пса… и погрѣшi||въ пса ѹдарить чл҃ка. и ѿ того ѹмреть. неволное ѹбииство есть. КР 1284, 176б–в; || потерпеть неудачу, не суметь чтол. сделать: аще словомь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • надеждьныи — (1*) пр. Относящийся к надежда: македони˫а... изгонѧще ˫ако раба... раздѣлити ст҃ѫю тр҃цю разбоиничьскы извольша. ˫ако не съвьршена намъ надеждьна˫а бѹдеть таина. (τῆς ἐλπίδος) КЕ XII, 41а. Ср. надежьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • недостатъчьныи — (28) пр. 1. В знач. род. п. с. недостатъкъ в 1 знач.: заплати избываюштиимъ своимь. оного недостатъчьнɤѭ дирѹ ѥго. Изб 1076, 43; заплати своимь избывающимь и ѡного недостаточною ризу. ЗЦ к. XIV, 73б. 2. Недостающий, такой, которого не хватает: ты …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ДОСИФЕЙ II НОТАРА — [греч. Ϫοσίθεος Νοταρᾶς] (31.05.1641, сел. Арахова (совр. Эксохи, ном Ахея, Греция) 7.02.1707, К поль), патриарх Иерусалимский (1669 1707). Жизнь Род. в семье торговца Николая Скарпета, утверждавшего свое происхождение от к польской фамилии… …   Православная энциклопедия

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»